Πάλη για μόνιμη και σταθερή δουλειά
Η
απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που κρίνει «παράνομη»
την παράταση των συμβάσεων εργαζομένων στους δήμους μέχρι το τέλος του
2017, είναι ένα ακόμα επεισόδιο στο «σίριαλ» της κοροϊδίας σε βάρος των
συμβασιούχων, από τη σημερινή και τις προηγούμενες κυβερνήσεις, τη
συντριπτική πλειοψηφία των δημοτικών αρχών και τους εκπροσώπους του
εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Η επέκταση των συμβάσεων μέχρι το τέλος του χρόνου νομοθετήθηκε από την κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να ελιχθεί απέναντι στο δίκαιο αίτημα των συμβασιούχων για μόνιμη και σταθερή δουλειά.
Στόχος της κυβέρνησης δεν ήταν να απαντήσει στη χρόνια ομηρία χιλιάδων εργαζομένων, ούτε να περιορίσει την ευελιξία που γενικεύεται σε όλο τον κρατικό τομέα, αλλά να διαχειριστεί προβλήματα που οξύνονται στους δήμους λόγω της μεγάλης έλλειψης προσωπικού και να ανανεώσει τις προσδοκίες των συμβασιούχων ότι το αστικό κράτος, με μια «κυβέρνηση της αριστεράς», μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημά τους.
Τέτοιες αυταπάτες καλλιεργούσε και σαν αντιπολίτευση ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος άλλοτε τις ευρωπαϊκές Οδηγίες, άλλοτε προσωρινές δικαστικές αποφάσεις, άλλοτε τα κάλπικα κηρύγματα του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Πώς φτάσαμε όμως μέχρι εδώ; Το 2001 το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο τότε Συνασπισμός ψήφισαν διάταξη στο Σύνταγμα που απαγόρευε τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Θωράκισαν μ' αυτόν τον τρόπο και συνταγματικά το σχεδιασμό της αστικής τάξης να μην αφήσει τίποτα όρθιο στις εργασιακές σχέσεις, διευρύνοντας την ευελιξία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Οταν, λίγα χρόνια μετά, χιλιάδες συμβασιούχοι ξεκίνησαν αγώνες για το δικαίωμα στη δουλειά, ο τότε ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τις δυνάμεις του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού, πρωτοστάτησε στην καλλιέργεια αυταπατών ότι η Οδηγία 70/1999 της ΕΕ υποχρεώνει τη μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου και καλούσε τους συμβασιούχους σε μαζικές δικαστικές προσφυγές.
Οπως αποδείχτηκε όμως, βασική αρχή της κοινοτικής Οδηγίας ήταν «η αύξηση σε ένταση της απασχόλησης στο πλαίσιο της ανάπτυξης, κυρίως μέσω ελαστικότερης οργάνωσης της εργασίας», ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισημάνει πολλές φορές ότι «η Οδηγία δεν προβλέπει τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου».
Σήμερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνεχίζει να επικαλείται τη συγκεκριμένη Οδηγία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του προβλήματος των συμβασιούχων. Επιπλέον μιλά, γενικά και αόριστα, για νομοθετική πρωτοβουλία που θα αντιμετωπίσει τάχα το ζήτημα, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι το Σύνταγμα που και η ίδια ψήφισε απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου.
Επιχειρηματολογούν αποπροσανατολιστικά υπέρ της μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου μόνο για εκείνους τους εργαζόμενους που καλύπτουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες», σύμφωνα όμως με τα κριτήρια και τις «ανάγκες» του αστικού κράτους, του κεφαλαίου και όχι του λαού. Για την εργατική τάξη, όμως, «πάγια και διαρκής ανάγκη» είναι να έχουν όλοι μόνιμη και σταθερή εργασία, με πλήρη δικαιώματα, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Αντίστοιχα, οι σύγχρονες ανάγκες του λαού σε Παιδεία, Πρόνοια, Υγεία, αντιπλημμυρική και αντισεισμική προστασία, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από ένα κράτος που συνθλίβει στοιχειώδη εργατικά - λαϊκά δικαιώματα για να υπηρετήσει τη κερδοφορία των καπιταλιστών. Που διευρύνει την ευελιξία στην εργασία, ιδιωτικοποιεί και εμπορευματοποιεί τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών προϋποθέτει σύγκρουση και ρήξη με το κεφάλαιο, την εξουσία του, τα κόμματά του. Μ' αυτόν τον προσανατολισμό χρειάζεται να δυναμώσουν σήμερα ο αγώνας των εργαζομένων, ανεξάρτητα από αντικείμενο και σχέση εργασίας, η συμμαχία τους με τα άλλα λαϊκά στρώματα. Να γίνει πιο ισχυρό εκείνο το ρεύμα στο κίνημα που παλεύει σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση για ανάκτηση των απωλειών, μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με προμετωπίδα την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Ή Άποψή μας», Ριζοσπάστης, Σάββατο 13 Μάη 2017.
Η επέκταση των συμβάσεων μέχρι το τέλος του χρόνου νομοθετήθηκε από την κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να ελιχθεί απέναντι στο δίκαιο αίτημα των συμβασιούχων για μόνιμη και σταθερή δουλειά.
Στόχος της κυβέρνησης δεν ήταν να απαντήσει στη χρόνια ομηρία χιλιάδων εργαζομένων, ούτε να περιορίσει την ευελιξία που γενικεύεται σε όλο τον κρατικό τομέα, αλλά να διαχειριστεί προβλήματα που οξύνονται στους δήμους λόγω της μεγάλης έλλειψης προσωπικού και να ανανεώσει τις προσδοκίες των συμβασιούχων ότι το αστικό κράτος, με μια «κυβέρνηση της αριστεράς», μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημά τους.
Τέτοιες αυταπάτες καλλιεργούσε και σαν αντιπολίτευση ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος άλλοτε τις ευρωπαϊκές Οδηγίες, άλλοτε προσωρινές δικαστικές αποφάσεις, άλλοτε τα κάλπικα κηρύγματα του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Πώς φτάσαμε όμως μέχρι εδώ; Το 2001 το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο τότε Συνασπισμός ψήφισαν διάταξη στο Σύνταγμα που απαγόρευε τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Θωράκισαν μ' αυτόν τον τρόπο και συνταγματικά το σχεδιασμό της αστικής τάξης να μην αφήσει τίποτα όρθιο στις εργασιακές σχέσεις, διευρύνοντας την ευελιξία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Οταν, λίγα χρόνια μετά, χιλιάδες συμβασιούχοι ξεκίνησαν αγώνες για το δικαίωμα στη δουλειά, ο τότε ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τις δυνάμεις του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού, πρωτοστάτησε στην καλλιέργεια αυταπατών ότι η Οδηγία 70/1999 της ΕΕ υποχρεώνει τη μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου και καλούσε τους συμβασιούχους σε μαζικές δικαστικές προσφυγές.
Οπως αποδείχτηκε όμως, βασική αρχή της κοινοτικής Οδηγίας ήταν «η αύξηση σε ένταση της απασχόλησης στο πλαίσιο της ανάπτυξης, κυρίως μέσω ελαστικότερης οργάνωσης της εργασίας», ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισημάνει πολλές φορές ότι «η Οδηγία δεν προβλέπει τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου».
Σήμερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνεχίζει να επικαλείται τη συγκεκριμένη Οδηγία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του προβλήματος των συμβασιούχων. Επιπλέον μιλά, γενικά και αόριστα, για νομοθετική πρωτοβουλία που θα αντιμετωπίσει τάχα το ζήτημα, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι το Σύνταγμα που και η ίδια ψήφισε απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου.
Επιχειρηματολογούν αποπροσανατολιστικά υπέρ της μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου μόνο για εκείνους τους εργαζόμενους που καλύπτουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες», σύμφωνα όμως με τα κριτήρια και τις «ανάγκες» του αστικού κράτους, του κεφαλαίου και όχι του λαού. Για την εργατική τάξη, όμως, «πάγια και διαρκής ανάγκη» είναι να έχουν όλοι μόνιμη και σταθερή εργασία, με πλήρη δικαιώματα, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Αντίστοιχα, οι σύγχρονες ανάγκες του λαού σε Παιδεία, Πρόνοια, Υγεία, αντιπλημμυρική και αντισεισμική προστασία, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από ένα κράτος που συνθλίβει στοιχειώδη εργατικά - λαϊκά δικαιώματα για να υπηρετήσει τη κερδοφορία των καπιταλιστών. Που διευρύνει την ευελιξία στην εργασία, ιδιωτικοποιεί και εμπορευματοποιεί τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών προϋποθέτει σύγκρουση και ρήξη με το κεφάλαιο, την εξουσία του, τα κόμματά του. Μ' αυτόν τον προσανατολισμό χρειάζεται να δυναμώσουν σήμερα ο αγώνας των εργαζομένων, ανεξάρτητα από αντικείμενο και σχέση εργασίας, η συμμαχία τους με τα άλλα λαϊκά στρώματα. Να γίνει πιο ισχυρό εκείνο το ρεύμα στο κίνημα που παλεύει σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση για ανάκτηση των απωλειών, μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με προμετωπίδα την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Ή Άποψή μας», Ριζοσπάστης, Σάββατο 13 Μάη 2017.